- αμαντάριστος
- η , ο незаштопанный, дырявый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαντάριστος — η, ο [μαντάρω] (για ρούχα, κάλτσες κ.λπ.) αυτός που δεν μονταρίστηκε, δεν ράφτηκε σε μέρος φθαρμένο ή σκισμένο … Dictionary of Greek
αμαντάριστος — η, ο (λ. ιταλ.), αυτός που δεν επιδιορθώθηκε με μαντάρισμα: Το σακάκι στεκόταν πάντα αμαντάριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)